- κυλλᾶστις
- κυλλᾶστις, ιος, [dialect] Ion. and later Gr. (cf. UPZ46.15, 53.15 (ii B.C.))
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυλλάστις — κυλλᾱστις και κύλλαστις και ιων. τ. κυλλῆστις, ιος, ὁ (Α) είδος αιγυπτιακού ψωμιού που παρασκευαζόταν από το είδος κριθής όλυρα («ἀρτοφαγέουσι δέ ἐκ τῶν ὐλυρέων ποιεῡντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῑνοι κυλλῆστις ὀνομάζουσι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ.… … Dictionary of Greek
κυλλήστεις — κυλλάστις fem nom/voc pl (attic epic ionic) κυλλάστις fem nom/acc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλλάστιν — κυλλάστις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλλήστιας — κυλλάστις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλλήστις — κυλλήστῑς , κυλλάστις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)